φιλεύσπλαγχνος

φιλεύσπλαγχνος
η , ο [ος , ον ] милосердный, сострадательный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φιλεύσπλαγχνος" в других словарях:

  • φιλεύσπλαγχνος — η, ο / φιλεύσπλαγχνος, ον, ΝΜ ευσπλαγχνικός, φιλάνθρωπος, φιλελεήμων. επίρρ... φιλευσπλάγχνως Μ με ευσπλαγχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εὔσπλαγχνος] …   Dictionary of Greek

  • φιλοικτίρμων — οίκτιρμον, Α 1. ο φιλεύσπλαγχνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοί κτιρμον οίκτος για τους άλλους. επίρρ... φιλοικτιρμόνως Α με οίκτο, με έλεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἰκτίρμων «ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος»] …   Dictionary of Greek

  • -άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • ελεητικός — ή, ό (Α ἐλεητικός, ή, όν) συμπονετικός, φιλεύσπλαγχνος …   Dictionary of Greek

  • ευίλατος — εὐίλατος, ον (ΑΜ) ο πολύ φιλεύσπλαγχνος, ο ελεήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ίλατος (< ιλάσκομαι), πρβλ. αν ίλατος] …   Dictionary of Greek

  • ευιλατεύω — εὐιλατεύω (ΑΜ) [ευίλατος] είμαι φιλεύσπλαγχνος, ελεήμων …   Dictionary of Greek

  • ευσπλαγχνικός — και ευσπλαχνικός και σπλαχνικός, ή, ό (Μ εὐσπλαγχνικὸς και εὐσπλαχνικός, ή, ον) [εύσπλαγχνος] φιλεύσπλαγχνος, συμπονετικός …   Dictionary of Greek

  • οικτίρμων — ον (ΑΜ οἰκτίρμων, ον) ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος («ὁ κύριος ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων», ΠΔ). επίρρ... οικτιρμόνως (Μ οἰκτιρμόνως) με οικτίρμονα τρόπο, ευσπλαγχνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + επίθημα μων (πρβλ. ιχνεύ μων)] …   Dictionary of Greek

  • πολυφιλάνθρωπος — ον, Α πολύ φιλάνθρωπος, πολύ φιλεύσπλαγχνος …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλάνθρωπος — η, ο / φιλάνθρωπος, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. πληθ. ουδ. φιλάνθρουπα Α 1. αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπό του, φιλάλληλος, αλτρουιστής 2. (για τον θεό) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους («ἐν ὀνόματι τοῡ θεοῡ τοῡ ἐλεήμονος καὶ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»